μαράνσει

μαράνσει
μάρανσις
causing to die away
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
μαράνσεϊ , μάρανσις
causing to die away
fem dat sg (epic)
μάρανσις
causing to die away
fem dat sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μάρανση — η (AM μάρανσις) [μαραίνω] μαρασμός, μάραμα αρχ. 1. ελάττωση, σμίκρυνση, έκλειψη 2. (για τη φωτιά) το σβήσιμο, η σβέση 3. (μετφ.) φθορά, παρακμή, αδυναμία («μαράνσει τὸν βίον ἐκλείπει», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”